- συγκαλινδεομαι
- συγκαλινδέομαισυγ-κᾰλινδέομαιвместе катиться, скатываться
(Plut.; Xen. - v. l. συγκυλινδέομαι)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Plut.; Xen. - v. l. συγκυλινδέομαι)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συγκαλινδουμένων — συγκαλινδέομαι roll about with pres part mp fem gen pl (attic epic doric) συγκαλινδέομαι roll about with pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλινδεῖσθαι — συγκαλινδέομαι roll about with pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)